- ακατασόφιστος
- ἀκατασόφιστος, -ον (Α) [κατασοφίζομαι]αυτός που δεν νικιέται με σοφίσματα (Απολλ. Τυαν. 44).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκατασόφιστον — ἀκατασόφιστος not to be put down by fallacies masc/fem acc sg ἀκατασόφιστος not to be put down by fallacies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)